- εννοσίφυλλος
- ἐννοσίφυλλος, -ον (Α)επικ. τ. αντί ενοσίφυλλος, εινοσίφυλλος(για δασώδη όρη) αυτός που έχει κινούμενα, σειόμενα φύλλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < έν(ν)οσις «κλονισμός» + φύλλον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐννοσίφυλλος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννοσίφυλλον — ἐννοσίφυλλος masc/fem acc sg ἐννοσίφυλλος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)